- ἀσίδηρος
- ἀσίδηρος [ῐ], ον,A not of iron,
μοχλοί E.Ba.1104
; not made by iron,αὖλαξ AP9.299
(Phil.).II without sword,χείρ E.Ba.736
; μάχη sham fight, Onos.10.4;βίος Max.Tyr.36.1
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μοχλοί E.Ba.1104
; not made by iron,αὖλαξ AP9.299
(Phil.).χείρ E.Ba.736
; μάχη sham fight, Onos.10.4;βίος Max.Tyr.36.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀσίδηρος — not of iron masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασίδηρος — η, ο (Α ἀσίδηρος, ον) αυτός που δεν περιέχει σίδηρο αρχ. 1. αυτός που δεν είναι κατασκευασμένος με σίδηρο ή από σίδερο 2. εκείνος που δεν κρατά (σιδερένιο) σπαθί, ο άοπλος … Dictionary of Greek
ἀσιδήρως — ἀσίδηρος not of iron adverbial ἀσίδηρος not of iron masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσίδηρον — ἀσίδηρος not of iron masc/fem acc sg ἀσίδηρος not of iron neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσιδήροις — ἀσίδηρος not of iron masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσιδήρου — ἀσίδηρος not of iron masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσιδήρους — ἀσίδηρος not of iron masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσιδήρων — ἀσίδηρος not of iron masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσιδήρῳ — ἀσίδηρος not of iron masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσίδηρα — ἀσίδηρος not of iron neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσίδηροι — ἀσίδηρος not of iron masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)